πολάκα

πολάκα
η, Ν
ναυτ. τύπος τρίστηλου ιστιοφόρου το οποίο παλαιότερα ήταν σύνηθες στη Μεσόγειο και έμοιαζε με τον σημερινό δρόμωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. polacca, θηλ. τού επιθ. polacco «πολωνικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”